-
1 γάμος
γάμος, ου, ὁ (Hom.+; sg. and pl. are oft. used interchangeably w. no difference in mng.; cp. SIG 1106, 101–3 διδότω ὁ ἱερεὺς εἰς τοὺς γάμους τὰ γέρη τῷ τὸν γάμον ποιοῦντι; AcThom 4 [Aa II/2 p. 105, 3]. Joseph. distinguishes in Ant. 14, 467f betw. γάμος=wedding and γάμοι=wedding celebration. But for ‘marriage’ he somet. uses the sg. [s. 1a below], somet. the pl. [Ant. 20, 141]; Field, Notes, 16).① public ceremony associated with entry into a marriage relationship, wedding celebrationⓐ gener., pl. (the pl. is used in this sense as early as Hom.; s. also Isaeus 8, 18; 20; BGU 892, 10; 13; 909, 3; Sb 7745, 2; PGiss 31, 16; POxy 111, 2; 927, 2.—Joseph., s. above) γάμους ποιεῖν give a wedding celebration Mt 22:2 (on γ. ποιεῖν cp. Demosth. 30, 21; Menand., Fgm. 450 K. [=454 Edm. III/2 p. 732]; Achilles Tat. 1, 3, 3; Xenophon Eph. 2, 7, 1; Michel 1001 II, 19; Tob 6:13; 8:19; 1 Macc 9:37; 10:58). καλεῖσθαι εἰς τοὺς γ. be invited to the wedding (POxy 1486) 22:3, 9 (cp. Tob 9:5 S).—22:4 (on the parable Mt 22:1–14 s. JSickenberger, ByzZ 30, 1930, 253–61; VHasler, TZ 18, ’62, 25–35). Sg. (LXX) Mt 22:8; J 2:1f; ἔνδυμα γάμου a wedding garment Mt 22:11, 12 (cp. Aristoph., Av. 1692 γαμικὴν χλανίδα; Achilles Tat. 2, 11, 2f).—εἰσέρχεσθαι εἰς τοὺς γ. Mt 25:10 (for the pl. cp. Diog. L. 3, 2 s. b). Colloq. usage may be embedded Mt 22:10, but s. 3 below.ⓑ Banqueting was integral to marriage celebration (cp. Diog. L. 3, 2; Esth 2:18) Mt 22:4; Rv 19:9 δεῖπνον τοῦ γάμου (cp. Diog. L. 3, 2 ἐν γάμοις δειπνῶν; for the theme of an apocalyptic feast [sometimes referred to as ‘Messianic Banquet’ s. ABD IV 788] s. Is 25:6; 4 Esdr 2:38), but the term itself does not mean ‘wedding banquet’; nor do Herodas 7, 86; Diod S 4, 81, 4 support such interpretation.—Whether Lk 12:36; 14:8 refer to wedding celebrations or simply feasts (cp. Esth 9:22) cannot be determined w. certainty (s. IMarshall, Comm. on Luke ’78, 536).ⓐ of socially recognized nuptials marriage (Diod S 2, 5, 1; Maximus Tyr. 26, 6a; 26, 9d; Chion, Ep. 10; Herodian 3, 10, 5; POxy 905, 4 [170 A.D.] al.; pap; Wsd 14:24, 26; Jos., Ant. 6, 210, Vi.; Just., Tat., Ath.; πρὸς γάμον διδόναι Theoph. Ant. 3, 27 [p. 260, 23]) Hb 13:4; IPol 5:2.—Fig. of the Lamb’s apocalyptic nuptials Rv 19:7, 9.ⓑ of socially unrecognized nuptials (Dem. 18, 129, prostitution; Eur. Tro. 932) ἔκλεψεν τοὺς γ. αὐτῆς of Joseph: ‘he has stolen her nuptials’ has eloped with her (unacceptable in a society in which all aspects of entry into a marriage were governed by protocol) GJs 15:2; cp. vs. 4.③ a relatively large room that could serve as a place for celebration of a wedding, wedding hall ἐπλήσθη ὁ γάμος (v.l. νυμφών q.v.) ἀνακειμένων the hall was filled w. guests Mt 22:10 (cp. Twentieth Century NT et al.). But the absence of any confirmatory usage suggests that this pass. might better be considered under 1a (Mft.: ‘The marriage-banquet was supplied w. guests’).—B. 98. DELG s.v. γαμέω. M-M. TW. Sv. -
2 γάμος
γάμος οбрак, свадьба, венчание – одно из семи таинств Церквиθρησκευτικός γάμος ο — церковный брак, венчаниеЭтим.< дргр. γαμώ(-έω) «вступать в брак». Этимология слова неизвестна, однако некоторые исследователи связывают термин со словом γαμβρός «жених» и с санскр. jama-tar «жених» -
3 γάμος
A wedding, Il.5.4.29, al.;γάμοι εἰλαπίναι τε 18.491
; γάμον τεύχειν furnish forth a wedding, Od. 1.277;γ. δαινύναι 4.3
; ἀρτύειν ib. 770;γάμον ποιεῖν Herod.7.86
, Test.Epict.2.19: pl.,γάμους διττοὺς ἑστιᾶν Is.8.9
; of a single wedding,οἰκοσίτους τοὺς γ. ποιεῖσθαι Men.450
;γάμους ποιεῖν D.30.21
, Ev.Matt.22.2;ἐπιτελεῖν γ. τῆς θυγατρός Arist.Fr. 549
, cf. D.S.13.84;οἱ κεκλημένοι εἰς τοὺς γ. Diph. 17.2
;ἐν τοῖς γ. ἄκλητος εἰσδεδυκέναι Apollod.Car.24
.II marriage, wedlock, Il.13.382, etc.;ἄγειν [γυναῖκα] ἐπὶ γάμῳ X.An.2.4.8
;ἀγαγέσθαι τινὰ πρὸς γάμον Plu.Cat.Ma.24
; τὸν Οἰνέως γ. the marriage granted by O., S.Tr. 792;γ. θεῶν τινος E.Tr. 979
, cf. IT25;εἰς γ. τινὸς ἐλθεῖν Id.IA 1044
(lyr.); more freq. in pl., A.Pr. 558 (lyr.), 739 (lyr.), Ag. 1156 (lyr.), etc.; cf.γαμέω 1
: also τοῖς μεθημερινοῖς γάμοις, i.e. prostitution, D.18.129; Πανὸς ἀναβοᾷ γάμους, i.e. rape, E.Hel. 190 (lyr.); of unlawful wedlock, as of Paris and Helen, Id.Tr. 932;γάμοι ἄρρενες Luc.VH1.22
;γ. ἀνδρεῖοι Procop.Arc.16.23
:—E. Andr. 103, X. Cyr.8.4.19, do not establish the sense of a wife; for E.Tr. 357, v. γαμέω 1.1.III ἱερὸς γ. ritual marriage, Men.320, Hsch., EM468.56; as a nickname, Anaxandr.34.2; name of play by Ale.Com.IV Pythag. name for three, Theol.Ar.16; for five, Plu.2.388c; for six, Theo Sm.p.102H., Theol.Ar.33.V Γάμος personified, Philox.13, Lib.Or.5.27.VI name of month at Epidaurus, IG4.1485,1492. (Perh. akin to Skt. jāmís 'brother or sister', Lat. geminus.) -
4 γαμος
ὅ тж. pl.1) брак, бракосочетание, супружество Hom., Hes., Pind., Trag., Plat., Arst., Luc.ἄγειν τινὰ ἐπὴ γάμῳ Xen. и πρὸς γάμον Plut. — взять кого-л. в жены
2) свадьба, брачный пир(γάμον τεύχειν Hom.; γάμους ἑστιᾶν Isae., Arst.; εἰς γάμον τινὸς ἐλθεῖν Eur.)
3) половые сношения, сожительство(Πανὸς γάμοι Eur.; μεθημερινοὴ γάμοι Dem.)
-
5 γάμος
γάμοςwedding: masc nom sg -
6 γάμος
γᾰμος (-ου, -ῳ, -ον; -οισι)1 marriage ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν (sc. Πέλοψ)γάμον, Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.69
ἀναβάλλεται γάμον θυγατρός O. 1.80
καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
ἄλλον αἴνησεν γάμον κρύβδαν πατρός sc.Κορωνίς P. 3.13
καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι P. 4.222
ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος P. 9.13
ἔντυεν τερπνὰν γάμου κραίνειν τελευτάν P. 9.66
πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων κλεινότερον γάμον P. 9.112
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσα-ράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον P. 9.114
( Ἡρακλέα)γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.71
Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27
“τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” I. 8.39 φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας ( γάμου? v. l.) I. 8.47 γάμον λευκωλένου Ἁρμονίας ὑμνήσομεν; fr. 29. 6. Ὑμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον Μοῖρα σύμπρωτον λάβεν i. e. on his wedding night Θρ. 3. 7. -
7 γάμος
γάμος: marriage, wedding, marriage-feast.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γάμος
-
8 γάμος
-
9 γάμος
ο брак, бракосочетание, женитьба; венчание; свадьба;πιστοποιητικό γάμου — брачное свидетельство;
άδεια γάμου — разрешение на брак;
γάμος εξ ερωτος — брак по любви;
έρχομαι εις γάμον ( — или εις γάμου κοινωνίαν) — вступать в брак;
κάνω γάμο — справлять свадьбу;
εικονικός γάμος — фиктивный брак;
πολιτικός — гражданский брак;μοργανατικός ( — или εξ αριστεράς χειρός) γάμος — морганатический брак;
αταίριαστος γάμος — а) неравный брак; — б) неудачный брак;
γάμος μικτός — смешанный брак;
§ αργυροι (χρυσοί, αδαμάντινοι) γάμοι — серебряная (золотая, бриллиантовая) свадьба;
παρ τόνε στο γάμο σου, να σού πεί και τού χρόνου — погов, в огороде бузина, а в Киеве дядька
-
10 γάμος
ὁ γάμος женитьба; брак; свадьба -
11 γάμος
{сущ., 16}1. брак, бракосочетание;2. брачный пир, свадьба.Ссылки: Мф. 22:2-4, 812; 25:10; Лк. 12:36; 14:8; Ин. 2:1, 2; Евр. 13:4; Откр. 19:7, 9. LXX: 4960 (התֶּשְׁמִ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γάμος
-
12 γάμος
{сущ., 16}1. брак, бракосочетание;2. брачный пир, свадьба.Ссылки: Мф. 22:2-4, 812; 25:10; Лк. 12:36; 14:8; Ин. 2:1, 2; Евр. 13:4; Откр. 19:7, 9. LXX: 4960 (התֶּשְׁמִ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γάμος
-
13 γάμος
1. брак, бракосочетание; 2. брачный пир, свадьба; LXX: (מִשְׂתֶּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γάμος
-
14 γάμος
свадебное торжествобракΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γάμος
-
15 γάμος
свадьба, брак, замужество -
16 γάμος
-ου + ὁ N 2 1-0-0-3-21=25 Gn 29,22; Est 1,5; 2,18; 9,22; Tob 6,13wedding (feast), marriageCf. HARL 1986a, 70; →NIDNTT; TWNT -
17 γάμος
[гамос] ουσ α брак, женитьба. -
18 γάμος
el casament -
19 γάμος
mariage -
20 γάμος
1) małżeństwo (n) rzecz.2) ślub (m) rzecz.3) zamążpójście (n) rzecz.
См. также в других словарях:
γάμος — wedding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
γάμος — ο 1. ηνόμιμη ένωση άντρα και γυναίκας, η παντρειά: Ήταν άτυχη στο γάμο της. 2. το μυστήριο του γάμου, η στέψη: Θύμωσε γιατί δεν την καλέσαμε στο γάμο μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικός γάμος — Γάμος που τελείται μπροστά στα αρμόδια όργανα της κρατικής εξουσίας. Σε ορισμένες χώρες είναι υποχρεωτικός, ενώ σε άλλες είναι ισόκυρος προς τον θρησκευτικό, οπότε οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τελέσουν όποιον από τους δύο θέλουν ή και τους δύο.… … Dictionary of Greek
ιερός γάμος — Συμβολική ένωση στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Επρόκειτο για ενώσεις κάποιας μεγάλης θεάς με δευτερεύοντα θεό ή θνητό, που συμβόλιζαν την ανοιξιάτικη γέννηση της φύσης. Ο χειμώνας και η παρακμή συμβολίζονταν με τον (συνήθως βίαιο) θάνατο του… … Dictionary of Greek
γάμω — γάμος wedding masc nom/voc/acc dual γάμος wedding masc gen sg (doric aeolic) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor subj act 1st sg (doric) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
γάμε — γάμος wedding masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοι — γάμος wedding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοιν — γάμος wedding masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοιο — γάμος wedding masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)